Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανοβαφής

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

German (Pape)

[Seite 1521] ές, dunkelblau gefärbt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυανοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος μὲ χρῶμα κυανοῦν, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κυανοβαφής, -ές (Α)
βαμμένος με κυανό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο-βαφής, πορφυρο-βαφής].