κυανοβαφής
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
German (Pape)
[Seite 1521] ές, dunkelblau gefärbt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυανοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος μὲ χρῶμα κυανοῦν, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κυανοβαφής, -ές (Α)
βαμμένος με κυανό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθροβαφής, πορφυροβαφής].