κυκλάμινο
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
το (Μ κυκλάμινον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας πριμουλίδες, με πλατιά καρδιόσχημα φύλλα και άνθη λευκά ή ροδόχροα, το οποίο φύεται στα δάση και καλλιεργείται συνήθως ως διακοσμητικό
2. το άνθος του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυκλάμινος, με αλλαγή γένους].