κρυβήτης

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

German (Pape)

[Seite 1515] ὁ, der in der Erde Verborgene, der Todte; auch οἱ κρύβες, Hesych.; κρυβήσια, = νεκύσια, Id.

Greek Monolingual

κρυβήτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θαμμένος στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην, + κατάλ. -ήτης (πρβλ. λιμν-ήτης, σκαπαν-ήτης)].