κύπερη
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
η, και κύπειρος, ο, η
(Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, -ιδος και κυπειρίς, -ίδος και κύπηρις, -εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ)
ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών του γένους κύπερος και ειδικότερα του ζιζανίου Cyperus rotundus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., όπως αποδεικνύεται και από τους πολλούς παράλληλους τ. που μαρτυρούνται, άγνωστης όμως προελεύσεως. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τ. kuparo, kuparo2 και kuparowe, που συνδέονται με τον τ. κύπαιρος.