κύπερη

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η, και κύπειρος, ο, η
κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, -ιδος και κυπειρίς, -ίδος και κύπηρις, -εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ)
ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών του γένους κύπερος και ειδικότερα του ζιζανίου Cyperus rotundus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., όπως αποδεικνύεται και από τους πολλούς παράλληλους τ. που μαρτυρούνται, άγνωστης όμως προελεύσεως. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τ. kuparo, kuparo2 και kuparowe, που συνδέονται με τον τ. κύπαιρος.