γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
η (AM κυρίευσις) κυριεύωνεοελλ.-μσν.καθυπόταξη, άλωση, κατάληψημσν.κυριαρχίαμσν.-αρχ.κτήση, απόκτηση.