κυδωνίτης
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ,
A quince-wine, Dsc.5.20.
German (Pape)
[Seite 1525] οἶνος, ὁ, Quittenwein, Pallad. 11, 20.
Greek Monolingual
κυδωνίτης, ὁ (Α)
φρ. «κυδωνίτης οἶνος» — οίνος που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -ίτης, κατάλ. που απαντά συχνά σε ονομασίες οίνων (πρβλ. αιματ-ίτης, φοινικ-ίτης)].