τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
κωποδέτης, δωρ. τ. κωποδέτας, ὁ (Α)
αυτός που δένει το κουπί στον σκαλμό της λέμβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + δέτης (< δέω «δένω»)].