μοιχουργός
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
μοιχουργός, ὁ (Μ)
ο πρωτουργός μοιχείας ή αυτός που βοηθεί, που συνεργεί στη μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ουργός].