μοιχουργός

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

μοιχουργός, ὁ (Μ)
ο πρωτουργός μοιχείας ή αυτός που βοηθεί, που συνεργεί στη μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ουργός].