μεταλλογραφία

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η
1. τεχνολ. η μεταλλογνωσία
2. (γραφ. τέχν.) μέθοδος της λιθογραφίας κατά την οποία, αντί του λίθου, χρησιμοποιείται πλάκα από ψευδάργυρο ή κοκκώδες αλουμίνιο.