μιλιά
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. ομιλία
2. ο τόνος της φωνής, η λαλιά, η προφορά («τον κατάλαβα από τη μιλιά του»)
3. (ως προσταγή) σιωπή, σκασμός
4. φρ. α) «δεν θέλω μιλιά» — δεν δέχομαι αντίρρηση
β) «γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει» — λέγεται για τους υπερβολικά ολιγόλογους
5. παροιμ. «ασημένια μου μιλιά χρυσή μου βουβαμάρα» — η σιωπή είναι καλύτερη και από την άριστη ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμιλία, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο·].