μαλακόστρακος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόστρᾰκος Medium diacritics: μαλακόστρακος Low diacritics: μαλακόστρακος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΣΤΡΑΚΟΣ
Transliteration A: malakóstrakos Transliteration B: malakostrakos Transliteration C: malakostrakos Beta Code: malako/strakos

English (LSJ)

ον,

   A soft-shelled, crustaceous, Arist.HA490b11, al., Speus. ap. Ath.3.105b.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόστρᾰκος: -ον, ἔχων μαλακὸν τὸ ὄστρακον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 2., 4. 1, 3., 4. 2, 1, κτλ.· ἴδε ἐν λ. μαλάκια, τά. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακόστρακα. καράβους καὶ καρίδας».

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαλακόστρακος, -ον)
αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόστρακα
ζωολ.. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν μερικά από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο αστακός, το καβούρι, η γαρίδα, καθώς και αμφίποδα, ισόποδα και άλλες τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ὄστρακον.