Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
(Μ μανιάζω μανία
1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω
2. (για τα στοιχεία της φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας»).