λεπτοχειλής

From LSJ
Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοχειλής Medium diacritics: λεπτοχειλής Low diacritics: λεπτοχειλής Capitals: ΛΕΠΤΟΧΕΙΛΗΣ
Transliteration A: leptocheilḗs Transliteration B: leptocheilēs Transliteration C: leptocheilis Beta Code: leptoxeilh/s

English (LSJ)

ές,

   A thin-lipped, ib.528a29; v.l. λεπτόχειλος, ον.

German (Pape)

[Seite 31] ές, mit dünnen Lippen, Ggstz παχυχειλής, Arist. H. A. 4, 4, v. l. λεπτόχειλος.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοχειλής: -ές, ἔχων λεπτὰ χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· διάφ. γραφ. λεπτόχειλος, ον.

Greek Monolingual

λεπτοχειλής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι-χειλής, ισο-χειλής].