μετάκληση

From LSJ
Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

η (ΑM μετάκλησις) μετακαλώ
1. κλήση, πρόσκληση
2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωση
μσν.-αρχ.
αλλαγή ονόματος.