μετάκληση
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
η (ΑM μετάκλησις) μετακαλώ
1. κλήση, πρόσκληση
2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωση
μσν.-αρχ.
αλλαγή ονόματος.