λαμπυρίδα

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source

Greek Monolingual

και λαμπυρίς, η (AM λαμπυρίς, -ίδος)
γένος κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια λαμπυρίδες, κυ. πυγολαμπίδα, κολοφωτιά
μσν.
η φλόγα της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπυλίς, με ανομοίωση, < λάμπω + -υλίς (πρβλ. ειδ-υλίς)].