λειμώνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A Statice limonium, sealavender or snakeweed, Dsc.4.16, Plin.HN20.72; as an ornament, λ. χρυσοῦν Inscr.Délos 442 B11 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 23] τό, Wiesenblume, eine Anemonenart, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λειμώνιον: τό, limonium, βοτάνη τις ἔχουσα καυλὸν λεπτὸν ὄρθιον, ὅμοιον πρὸς τὸν τοῦ κρίνου, γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ, στύφοντος τὴν γεῦσιν, φύεται δὲ ἐν λειμῶσι καὶ ἑλώδεσι τόποις, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte d’anémone, plante.
Étymologie: λειμώνιος.