λευκοχίτωνος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A white-coated, ἥπατα Batr.37.
Greek Monolingual
λευκοχίτωνος, -ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα.
Full diacritics: λευκοχίτωνος | Medium diacritics: λευκοχίτωνος | Low diacritics: λευκοχίτωνος | Capitals: ΛΕΥΚΟΧΙΤΩΝΟΣ |
Transliteration A: leukochítōnos | Transliteration B: leukochitōnos | Transliteration C: lefkochitonos | Beta Code: leukoxi/twnos |
[ῐ], ον,
A white-coated, ἥπατα Batr.37.
λευκοχίτωνος, -ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα.