λιμνομάχης
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A candidate for the prize at the Lenaea, v. λίμνη 11.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 48] bei den Spielen in den λίμναι (s. nom. pr.) Kämpfender, Hesych.
Greek Monolingual
λιμνομάχης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο υποψήφιος κατά τους αγώνες που γίνονταν στο Λήναιον, δίπλα στην Ακρόπολη τών Αθηνών, στην περιοχή Λίμναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θηριο-μάχης, μονο-μάχης].