οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
λιμνῶ, -όω (Α) λίμνη
1. μεταβάλλω σε λίμνη
2. παθ. λιμνοῡμαι, -όομαι
καλύπτομαι από ὕδατα, γίνομαι λίμνη («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῑσθαι παρέχειν», Στράβ.).