λιτρασμός

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτρασμός Medium diacritics: λιτρασμός Low diacritics: λιτρασμός Capitals: ΛΙΤΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: litrasmós Transliteration B: litrasmos Transliteration C: litrasmos Beta Code: litrasmo/s

English (LSJ)

=

   A libratio, Gloss.

Greek Monolingual

λιτρασμός, ὁ (Α)
η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε -ασμός].