λουκέτο

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

το
1. μικρό, συνήθως κινητό, κλείθρο εφοδιασμένο με μεταλλικό στέλεχος σχήματος καμάρας που διέρχεται μέσω δακτυλιωτών γόμφων και, με το κλείσιμό του, ασφαλίζει τη σύνδεσή τους
2. φρ. α) «του 'βαλε λουκέτο στο στόμα» — του απαγόρευσε να μιλάει
β) «βάζω λουκέτο» — κλείνω το κατάστημα ή την επιχείρησή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lucchetto (< αρχ. γερμ. lok)].