λοιμογόνος
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Greek Monolingual
-ο
1. (για μικρόβιο) αυτός που προκαλεί λοίμωξη
2. φρ. «λοιμογόνος δύναμη»
ιατρ. η ικανότητα ενός παθογόνου μικροβίου να εισδύει σε υγιείς ιστούς, να πολλαπλασιάζεται εκεί και με την τοξικότητά του να προκαλεί βλάβες στον ξενιστή οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι)].