λυκή
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
λυκῆ, ἡ (ΑM, Α και ασυναίρ. τ. λυκέη)
1. δέρμα λύκου
2. περικεφαλαία από δέρμα λύκου
μσν.
φρ. «λυκὲς πράσσω» — ξεμυαλίζω, παραπλανώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λυκέη < λύκος + επίθημα -έη δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ-έη, παρδαλ-έη)].