λυπομανής

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

-ές
αυτός που κατέχεται από συνεχή νοσηρή λύπη, ο παθολογικά μελαγχολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -μανής (< μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].