λύτης

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

ο (Α λύτης) λύω
νεοελλ.
αυτός που βρίσκει τη λύση προβλήματος, αινίγματος, απορίας και γενικά κάθε δυσχερούς ζητήματος
αρχ.
στον πληθ. οἱ λύται
οι σπουδαστές της νομικής που διήνυαν το τέταρτο έτος τών σπουδών τους.