λύτης
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
ο (Α λύτης) λύω
νεοελλ.
αυτός που βρίσκει τη λύση προβλήματος, αινίγματος, απορίας και γενικά κάθε δυσχερούς ζητήματος
αρχ.
στον πληθ. οἱ λύται
οι σπουδαστές της νομικής που διήνυαν το τέταρτο έτος τών σπουδών τους.