λυσίγαμος
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A dissolving marriage, ἀγγελίαι AP5.301.14 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίγᾰμος: -ον, διαλύων τὸν γάμον, Ἀνθ. Π. 5. 302.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rompt ou dissout le mariage.
Étymologie: λύω, γάμος.
Greek Monolingual
λυσίγαμος, -ον (Α)
αυτός που διαλύει τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -γαμος (< γάμος < γαμῶ), πρβλ. λιπό-γαμος, μελλό-γαμος].