μαγεύς

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγεύς Medium diacritics: μαγεύς Low diacritics: μαγεύς Capitals: ΜΑΓΕΥΣ
Transliteration A: mageús Transliteration B: mageus Transliteration C: mageys Beta Code: mageu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (μάσσω)

   A one who kneads, Poll.6.64, Hsch. (pl. μαγῆες).    II one who wipes, μαγῆα σπόγγον AP6.306 (Aristo).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγεύς: έως, ὁ, (μάσσω) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
qui essuie.
Étymologie: cf. μάσσω.

Greek Monolingual

μαγεύς(-έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α)
1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής
2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες
οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες
τὰ ἄλφιτα μάττοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ.- (πρβλ. -μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -εύς (πρβλ. σπορ-εύς, φθορ-εύς). Κατ' άλλους, από τ. μαγή].