αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Full diacritics: μαιμώσσω | Medium diacritics: μαιμώσσω | Low diacritics: μαιμώσσω | Capitals: ΜΑΙΜΩΣΣΩ |
Transliteration A: maimṓssō | Transliteration B: maimōssō | Transliteration C: maimosso | Beta Code: maimw/ssw |
late form for μαιμάω, Nic.Th.470.
μαιμώσσω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ μαιμάω, Νικ. Θ. 470.
μαιμώσσω (Α)
επιθυμώ σφοδρά, μαιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμῶ, που εμφανίζει επίθημα -ώσσω, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (πρβλ. λιμ-ώσσω)].