μαλκόν

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλκόν Medium diacritics: μαλκόν Low diacritics: μαλκόν Capitals: ΜΑΛΚΟΝ
Transliteration A: malkón Transliteration B: malkon Transliteration C: malkon Beta Code: malko/n

English (LSJ)

   A v. μάλκιος.

Greek (Liddell-Scott)

μαλκόν: «μαλακὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλκόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν
μαλακόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].