μαρίλη

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ἡ,

   A embers of charcoal, coal-dust (= ἡ ἐξ ἀνθράκων τέφρα Sch.Ar.Ach.349; = ἀμαυρὸν πῦρ, ὁ χνοῦς καὶ τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, Suid.), Hippon.59, Cratin.257, Com.Adesp.443; μ. ἀνθράκων Hippon.71, cf.Ar.Ach.350: distd. from ἄνθρακες (charcoal) and σποδιή (ashes) by Hp.Mul.2.133; hot embers, Ruf. ap. Orib.4.2.20; λεπτῆς μ. Arist.Pr.967b5; χαλκεὺς γέμων κάπνου καὶ μαρίλης Jul.Or.7.233b: hence, ὦ Μᾰρῑλάδη O son of Coaldust! comic name of an Acharnian collier, Ar.Ach.609.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρίλη: ἢ μαρίλα [ῑ], ἡ, (ἴσως ἐκ τοῦ μαίρω, μαρμαίρω): - ἡ μὴ καεῖσα κόνις τῶν ἀνθράκων, τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, (ὁ χνοῦς τῶν ἀνθράκων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 350), Κρατῖν., ἐν «Ὥραις» 9· μ. ἀνθράκων Ἱππῶν. 62, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθράκων καὶ τῆς σποδίς (στάκτης, τέφρας) ὑπὸ τοῦ Ἱππ. 648. 55· λεπτῆς μ. Ἀριστ. Προβλ. 38. 8· - ἐντεῦθεν, ὧ Μᾰρῑλάδη, κωμ. ὄνομα ἀνθρακέως ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 609.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petit charbon, braise ; cendre brûlante.
Étymologie: DELG μαρμαίρω.
Par. σποδός, ἄνθραξ.

Greek Monolingual

η (Α μαρίλη και μαρίλα)
1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται
2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη
νεοελλ.
λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας
αρχ.
διάπυρη τέφρα, χόβολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις μαρίλη και μαριεύς πιθ. έχουν παραχθεί από το θ. του μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μαρίλη, που διορθώθηκε σε μαρείνη, συνδέεται με το ρ. μαραίνω.