ματιάζω
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
Greek Monolingual
μάτι
1. ρίχνω το βλέμμα μου ή τη ματιά μου πάνω σε κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο
2. βασκαίνω κάποιον ή κάτι με το βλέμμα μου ή με τον υπερβολικό θαυμασμό μου («δεν έχω μάτι που ματιάζει»)
3. σκοπεύω, σημαδεύω («το μάτιασα και με την πρώτη το 'ριξα»)
4. φρ. «το μάτιασα» — έβαλα κάτι στο μάτι, κάτι μού κίνησε την επιθυμία να το αποκτήσω.