μαστίγωμα

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

το
1. η ενέργεια του μαστιγώνω, η μαστίγωση, χτύπημα με μαστίγιο
2. (γενικά) δάρσιμο, δαρμός
3. μτφ. δριμύς έλεγχος ο οποίος ασκείται εγγράφως ή προφορικώς κυρίως εναντίον πολιτικού αλλά και οποιουδήποτε άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].