δάρσιμο

From LSJ

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source

Greek Monolingual

το
ο δαρμός
νεοελλ.
έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο του γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω-έγδειρα)].