μαχητικότητα

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η μαχητικός
1. η ιδιότητα του μαχητικού, το να είναι κανείς ορμητικός ή θαρραλέος στη μάχη, η διάθεση ή θέληση για μάχη
2. μτφ. αγωνιστική διάθεση, τόλμη και αποφασιστικότητα
3. (κατ' επέκτ.) η εριστικότητα («η μαχητικότητα που τον διακρίνει στις πολιτικές συζητήσεις τον κάνει αντιπαθητικό στους άλλους»).