μαχιμώδης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ες,
A quarrelsome, AP12.200 (Strat.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχῐμώδης: -ες, (εἶδος) πολεμικός, φιλοπόλεμος, ἐριστικός, Ἀνθ. Π. 12. 200.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de combat, belliqueux.
Étymologie: μάχιμος, -ωδης.
Greek Monolingual
μαχιμώδης, -ῶδες (Α) μάχιμος
πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.).