μελανοπλόκαμος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον,
A black-haired, Sch.Pi.O.6.46.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzlockig, Schol. Pind. P. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μελανοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.
Greek Monolingual
μελανοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαρο-πλόκαμος, χρυσο-πλόκαμος.