μειώνυμος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειώνῠμος Medium diacritics: μειώνυμος Low diacritics: μειώνυμος Capitals: ΜΕΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: meiṓnymos Transliteration B: meiōnymos Transliteration C: meionymos Beta Code: meiw/numos

English (LSJ)

ον,

   A with a smaller denominator, of fractions, Iamb. in Nic.p.48 P. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 117] compar. zu μικρώνυμος, mit kleinerem Anzeiger, von Verhältnissen in der Arithmetik, lambl. u. Nicom. p. 68 a.

Greek (Liddell-Scott)

μειώνυμος: -ον, εἶδος συγκριτικοῦ τοῦ μικρώνυμος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

μειώνυμος, -ον (Α)
(για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].