μελίζωμον

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek (Liddell-Scott)

μελίζωμον: τό, ζωμὸς μετὰ μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.

Greek Monolingual

μελίζωμον, τὸ (Α)
ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ-ζωμον)].