μελανοχαίτης
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
μελανοχαίτης, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυ-χαίτης, χρυσο-χαίτης)].