μελιβόας

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐβόας Medium diacritics: μελιβόας Low diacritics: μελιβόας Capitals: ΜΕΛΙΒΟΑΣ
Transliteration A: melibóas Transliteration B: meliboas Transliteration C: melivoas Beta Code: melibo/as

English (LSJ)

ὁ,

   A sweet-singing, κύκνος E. Fr.773.34 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 122] ὁ, κύκνος, der Süßtönende, Eur. Phaeth. frg. 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐβόας: ὁ, ὁ ἡδέως βοῶν, ᾄδων, κύκνος Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 32.

Greek Monolingual

μελιβόας, ὁ (Α)
αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ' εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ' ἐπ' Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε-βόας, υψι-βόας].