μεταλλειολόγος
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
ο,η
1.αυτός που ασχολείται με τη μεταλλειολογία
2. μηχανικός μεταλλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλείο + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].