μεταλλειολόγος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

Greek Monolingual

ο,η
1.αυτός που ασχολείται με τη μεταλλειολογία
2. μηχανικός μεταλλείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλείο + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].