ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
και ματακάνω (Μ μετακά[μ]νω και ματακά[μ]νω)
1. κάνω κάτι εκ νέου, ξανακάνω
2. (ειδικά) ξαναχτίζω
μσν.
μεταβάλλω εκ νέου.