σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω].