μέστακα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: μέστακα | Medium diacritics: μέστακα | Low diacritics: μέστακα | Capitals: ΜΕΣΤΑΚΑ |
Transliteration A: méstaka | Transliteration B: mestaka | Transliteration C: mestaka | Beta Code: me/staka |
τὴν μεμασημένην τροφήν, Hsch.; cf. μάσταξ.
μέστακα: (Αἰολικ.) «τὴν μεμασημένην τροφὴν» Ἡσύχ.
μέστακα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὴν μεμασημένην τροφήν».