μετεκβαίνω
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
A go from one into another, μετεκβαίνεσκε (Ion. impf.) ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 100; εἰς πλοῖον Antipho 5.21. 2 in speaking, pass on, μ. εἰς ἕτερόν τινα λόγον Pl.Lg.642b, cf. 935a. 3 c. acc., μ. φθόγγον pass from one note to another, AP 12.187 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 158] (s. βαίνω), heraus-, weg- und wo anders hingehen; μετεκβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν, Her. 7, 41; εἰς πλοῖον, Antiph. 5, 21; vom Tone, Strat. 29 (XII, 187); εἰς ἕτερον λόγον, übergehen, Plat. Legg. I, 642 a.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκβαίνω: μεταβαίνω ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ἐκ... εἰς... Ἡρόδ. 7. 41, 100· εἰς..., Ἀντιφῶν 131 ἐν τέλ. 2) ἐν διαλόγῳ, προχωρῶ, προβαίνω, μ. εἰς ἕτερόν τινα λόγον Πλάτ. Νόμ. 642Α, πρβλ. 935Α. 3) μετ’ αἰτ., μ. φθόγγον, μεταβαίνω ἐξ ἑνὸς φθόγγου ἢ τόνου εἰς ἕτερον, Ἀνθ. Π. 12. 187.
French (Bailly abrégé)
f. μετεκβήσομαι, etc.
passer d’un lieu dans un autre.
Étymologie: μετά, ἐκ, βαίνω.
Greek Monolingual
μετεκβαίνω (Α)
1. βγαίνω από ένα μέρος και μπαίνω σε άλλο
2. (στον διάλογο) προχωρώ, προβαίνω σε άλλο θέμα («μετεκβαῑμεν εἰς ἕτερόν τινα λόγον», Πλάτ.).