μολυβένιος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ μολυβένιος, -α, -ο) μολύβι
κατασκευασμένος από μόλυβδο, μολύβδινος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβένιο
το μολυβί χρώμα.