μοιχοκτόνος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

German (Pape)

[Seite 199] den Ehebrecher tödtend, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ κτείνων, φονεύων μοιχόν, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 54Β.

Greek Monolingual

μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος, πατρο-κτόνος.